Η Ευρωπαϊκή Eνωση ως κοινότητα δικαίου και σύστημα αξιών (25-12-2015)

Η Ευρωπαϊκή Eνωση ως κοινότητα δικαίου και σύστημα αξιών (25-12-2015)
Τελευταία ενημέρωση 27/02/2016

Η Ευρωπαϊκή Eνωση ως κοινότητα δικαίου και σύστημα αξιών (25-12-2015)
Του ΒΑΣΙΛΗ ΣΚΟΥΡΗ* απο την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Οκτακόσια χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την έκδοση της Magna Carta Libertatum (1215 μ.Χ.), του Μεγάλου Χάρτη των Ελευθεριών, και στην παρούσα φάση της πανθομολογούμενης διάχυτης κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση –τους τελευταίους μήνες, μάλιστα, προστέθηκε η έκδηλη αδυναμία αντιμετώπισης του κύματος των προσφύγων, που δοκιμάζει τις αντοχές των κρατών-μελών και ιδιαίτερα της Ελλάδας–, οφείλουμε όλοι να αναστοχαστούμε αν και γιατί αξίζει να συνεχίσουμε να πιστεύουμε σ’ αυτόν τον μοναδικό υπερεθνικό οργανισμό που συνιστά η Ε.Ε.

Ποιες είναι, όμως, οι αξίες που αναγνωρίζονται ως ευρωπαϊκές;

Στο Προοίμιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ενωση, στη μορφή που έλαβε με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, τα κράτη-μέλη αναγνωρίζουν ότι αφενός εμπνέονται «από την πολιτιστική, τη θρησκευτική και την ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης, από την οποία αναπτύχθηκαν οι παγκόσμιες αξίες των απαράβατων και αναφαίρετων δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας και του κράτους δικαίου» και ότι αφετέρου επισφραγίζουν την προσήλωσή τους «στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου». Η Συνθήκη, δηλαδή, θέτει τον άνθρωπο στο επίκεντρο της δράσης της, στο μέτρο που κατοχυρώνει την ευρωπαϊκή ιθαγένεια και εγκαθιδρύει έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Παράλληλα, η υπαγωγή στο δίκαιο αποτελεί σταθερή επιλογή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο επιτυχής χαρακτηρισμός της Ενωσης ως «κοινότητας δικαίου» αποδίδει με ανάγλυφο τρόπο ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση στηρίχθηκε εξαρχής στο δίκαιο και εξελίχθηκε στη βάση δικαιικών θεσμών. Αυτό προκύπτει με σαφήνεια από μια σειρά κανόνων του πρωτογενούς δικαίου, επιπλέον δε είναι άξια μνείας η εισαγωγική διάταξη για το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δηλαδή το άρθρο 19 της Συνθήκης Ε.Ε., που αναθέτει στο όργανο αυτό το καθήκον να «εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών». Κοινότητα δικαίου σημαίνει εδώ δημιούργημα δικαίου, πηγή δικαίου και έννομη τάξη. Ως δημιούργημα δικαίου η Κοινότητα δεν στηρίζεται στη βία και στην υποταγή, αλλά σε μια πνευματική και πολιτιστική δύναμη, το δίκαιο. Ως πηγή δικαίου η Κοινότητα απέκτησε μέσω των Συνθηκών τα απαραίτητα εργαλεία που της επέτρεψαν να αναπτύξει δυναμικά τις δράσεις της, να εκπληρώσει την αποστολή της και να προωθήσει αποτελεσματικά το κοινοτικό συμφέρον με ίδια όργανα. Ως αυτόνομη έννομη τάξη η Κοινότητα συγκροτεί ένα ολοκληρωμένο δικαιικό σύστημα με κανόνες, οι οποίοι θεσπίσθηκαν βάσει των Συνθηκών, και διασφαλίζει παράλληλα τη νομιμότητα των κοινοτικών πράξεων, όπως επίσης και πλήρη έννομη προστασία στους ιδιώτες που θίγονται από τις πράξεις αυτές.

Ακριβώς αυτό το τελευταίο σημείο αξίζει την προσοχή μας, διότι το δίκαιο συνδέεται στις ημέρες μας άρρηκτα με την έννομη προστασία και αυτή με τη σειρά της με την εγκαθίδρυση ανεξάρτητων δικαιοδοτικών οργάνων. Την πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνει η Ε.Ε., καθώς διαθέτει εξαρχής, δηλαδή από τον Δεκέμβριο του 1952, Δικαστήριο, το οποίο εξοπλίσθηκε με ευρείες αρμοδιότητες και τις άσκησε με πλήρη επίγνωση της σημασίας τους. Γίνεται ευρέως δεκτό ότι δεν νοείται η ομαλή εξέλιξη της κοινότητας δικαίου «Ευρωπαϊκή Ενωση» χωρίς την επιτυχημένη πορεία και την αποφασιστική συμβολή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα θεσμικά όργανα της Ενωσης και τα κράτη-μέλη υπάγονται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες μπορούν αφενός να στραφούν ευθέως κατά των πράξεων που τους θίγουν άμεσα και ατομικά και αφετέρου να αποκτήσουν πρόσβαση στο Δικαστήριο μέσω της προδικαστικής παραπομπής, όταν ο εθνικός δικαστής αντιμετωπίζει ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου και αποφασίζει ή οφείλει να ζητήσει τη συνδρομή του Δικαστηρίου της Ενωσης. Με τον τρόπο αυτό και με τη βοήθεια των αναλυτικών ρυθμίσεων για την ενωσιακή δικαιοσύνη προέκυψε ένα πυκνό πλέγμα αρμοδιοτήτων που εγγυάται στο Δικαστήριο αποφασιστικό ρόλο στην επιβολή της νομιμότητας και του επιτρέπει να διαπλάθει και να διευρύνει σταθερά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου.

Περαιτέρω, στην ανακοίνωσή της της 11ης Μαρτίου 2014 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή πρότεινε τη θέσπιση ενός νέου μηχανισμού για την ενδυνάμωση του κράτους δικαίου, διαπιστώνοντας ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες προστατεύονται (μόνο) «κατ’ αρχήν» από παραβιάσεις της αρχής του κράτους δικαίου. Ωστόσο υπάρχουν συγκεκριμένα φαινόμενα που καταδεικνύουν ότι η αρχή του κράτους δικαίου απειλείται σε ορισμένα κράτη-μέλη και μάλιστα σε τέτοιον βαθμό, ώστε να μην επαρκούν τα διαθέσιμα εργαλεία για την καταπολέμησή τους. Χρειάζεται λοιπόν ένας νέος μηχανισμός, τον οποίο η Επιτροπή περιγράφει στο τελευταίο κεφάλαιο της ανακοίνωσής της.

Πριν αναφερθούμε στον προτεινόμενο μηχανισμό, σκόπιμο είναι να δούμε ποιες αξίες αποτελούν κατά την Επιτροπή καταστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου και από ποιες πηγές αντλούνται. Η Επιτροπή παραπέμπει επανειλημμένα στη νομολογία του Δικαστηρίου και εξαίρει την αρχή της νομιμότητας, την απαγόρευση αυθαιρεσιών κατά την άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας, την αποτελεσματική έννομη προστασία μέσω ανεξάρτητων δικαστηρίων, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Εφόσον υπάρχουν λόγοι που επιτρέπουν στην Επιτροπή να υποθέσει ότι σε ένα κράτος-μέλος κινδυνεύουν οι εν λόγω αξίες, θα τεθεί σε εφαρμογή ο νέος μηχανισμός, προκειμένου να επιφέρει αποτελέσματα σε τρεις διαδοχικές φάσεις. Στην αρχή η Επιτροπή πραγματοποιεί μια γενική εκτίμηση της κατάστασης και έρχεται σε επαφή με το συγκεκριμένο κράτος-μέλος στη βάση μιας «δικαιοκρατικής γνωμοδότησης», προκειμένου να εξαλειφθούν πιθανά ελλείμματα. Αν αυτό δεν συμβεί, ακολουθεί η δεύτερη φάση, που συντελείται με την κοινοποίηση μιας «δικαιοκρατικής σύστασης» με συγκεκριμένες προτάσεις για την αποκατάσταση των δικαιοκρατικών θεσμών. Κατά την τρίτη και τελευταία φάση η Επιτροπή επαληθεύει κατά πόσο το κράτος-μέλος συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις που περιέχονται στη σύσταση, προκειμένου να αποφασίσει αν θα απευθυνθεί τελικώς στο Συμβούλιο για να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης Ε.Ε. που καταλήγει στην επιβολή κυρώσεων.

Κάποιοι θα αναρωτηθούν, με αφορμή την ανακοίνωση της Επιτροπής για τους υπαρκτούς κινδύνους που διατρέχει η αρχή του κράτους δικαίου, σε τι άραγε χρησιμεύει μια Ευρωπαϊκή Ενωση αν δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει συνθήκες κράτους δικαίου σε όλα τα μέλη της. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ότι η δικαιοκρατική αρχή και οι άλλες αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης Ε.Ε. δεν έχουν στατική φύση, δεν είναι δεδομένες, αλλά παραμένουν διαρκείς και σταθεροί στόχοι που οφείλουν μονίμως να επιδιώκονται, όπως και να ισορροπούν μεταξύ τους. Ιδίως η αρχή του κράτους δικαίου, κατά το μέρος που εγγυάται τα στοιχειώδη δικαιώματα του ανθρώπου και προστατεύει τις μειονότητες, αντιμετωπίζει προκλήσεις και πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή σε περιόδους κρίσης προκύπτουν πλειοψηφίες στο εκλογικό σώμα οι οποίες, από φόβο για περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ή την αυξανόμενη μέχρι και μαζική εγκατάσταση προσφύγων στη χώρα, συζητούν και προκρίνουν μέτρα τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τις δικαιοκρατικές κατακτήσεις. Ακριβώς η προσφυγική κρίση προκάλεσε μονομερείς ενέργειες των κρατών-μελών, που αποβλέπουν στην περιχαράκωση, προωθούν την αντίληψη για το «οχυρό Ευρώπη», αγνοούν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο της Ενωσης και επικαλούνται ως δικαιολογία τη λαϊκή βούληση. Εδώ επιζητούνται μέτρα δήθεν «δημοκρατικής προέλευσης» που ανταποκρίνονται στην εμφανή τάση ενίσχυσης ακραίων πολιτικών κομμάτων σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ομως τέτοιες πρωτοβουλίες είναι άκρως επικίνδυνες και πρέπει να αποκρουσθούν, διότι διαφορετικά κατισχύει η δημοκρατική αρχή του κράτους δικαίου και οδηγεί με τη χρήση λαϊκίστικων μεθόδων στη χωρίς όρια επιβολή της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας.

Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι θα είναι το Δικαστήριο της Ε.Ε. το όργανο εκείνο που θα κληθεί να αντιμετωπίσει τη σημερινή πολλαπλή κρίση. Κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή, αν οι κύριοι υπεύθυνοι που είναι τα κράτη-μέλη και τα πολιτικά όργανα της Ενωσης τηρούν παθητική στάση. Οσοι (και δεν είναι λίγοι) εναποθέτουν τις ελπίδες τους στα δικαιοδοτικά όργανα της Ενωσης λαμβάνουν υπόψη ότι το Δικαστήριο αντιμετώπισε με επιτυχία τις δυσκολίες που παρουσιάστηκαν στην υπερεξηκονταετή ιστορία της Ε.Ε. και κατόρθωσε και σε περιόδους έντονων κρίσεων να μείνει στο ύψος του και να εκπληρώσει την αποστολή του. Φοβούμαι ότι η επόμενη σκληρή δοκιμασία για τα δικαιοδοτικά όργανα της Ενωσης είναι προ των πυλών, διότι η κατάσταση προσλαμβάνει τελευταία άκρως επικίνδυνες διαστάσεις, καθώς έχει εξασθενήσει η περί δικαίου συνείδηση στην Ενωση. Στο μέγα θέμα των προσφύγων οι ισχύοντες ενωσιακοί κανόνες τηρούνται κατά το δοκούν, ενώ οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις θέτουν υπό αμφισβήτηση τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη Schengen και επηρεάζουν τον σκληρό πυρήνα της ελεύθερης κυκλοφορίας.

Και τώρα «τι να κάνουμε;».

Οφείλουμε να μην αποστούμε από τις ιδιότητες που συνόδευσαν εξαρχής την Ενωση, προώθησαν την ευρωπαϊκή ιδέα προσφέροντάς της στέρεες βάσεις, άντεξαν στη θεαματική αύξηση των κρατών-μελών απο έξι σε είκοσι οκτώ και διατηρήθηκαν αλώβητες στο πέρασμα του χρόνου και στη δίνη διαδοχικών κρίσεων. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι νοητή παρά μόνον ως κοινότητα δικαίου και δέσμη βασικών αξιών.

* Ο κ. Βασίλης Σκουρής είναι πρώην πρόεδρος (2003-2015) του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.